Συρτό στα τρία
Να 'χα, μωρέ, να 'χα τον ουρανό χαρτί,
και τη θάλασσα μελάνι, και ακόμα δε με φτάνει.
Να κα-, μωρέ, να καθόμουν και να 'γραφα,
όλα τα παράπονά μου, τα μαράζια της καρδιάς μου.
Τρία, μωρέ, τρία ξαδέρφια ήμασταν,
και τα τρία αγαπημένα, σαν αδέρφια τα καημένα.
Μια λυ-, μωρέ, μια λυγερή αγαπήσαμαν,
και τη βάλαμαν στη μέση, να διαλέξει όποιον τσ' αρέσει.
Κι αυτή, μωρέ, κι αυτή η αφιλότιμη,
πήγε διάλεξε εμένα, όπου μ' είχε η μάνα μ' έναν.
Που 'χα, μωρέ, που 'χα, που 'χα κεντημένο φέσι,
που 'χα κεντημένο φέσι, και περίστροφο στη μέση.
Μου στει-, μωρέ, μου στείλαν τα ξαδέρφια μου,
για να πάω να μ' ανταμώσουν, με σκοπό να με σκοτώσουν.
Σαν πη-, μωρέ, σαν πήγα και μ' αντάμωσαν,
ένας μου 'δωσε το χέρι, κι άλλος βγάζει το μαχαίρι.
Και τρα-, μωρέ, και τρα-, και τραβήχτηκα πιο πέρα,
και τραβήχτηκα πιο πέρα, και τους έριξα μια σφαίρα.
Κρίμα, μωρέ, κρίμα, κρίμα τέτοια παληκάρια,
κρίμα τέτοια παληκάρια, ξαπλωμένα σα λιοντάρια.