10. Τα εννιάδερφα

Μέσα – Έξω

Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα,
τα δεκαοχτώ ξαδέρφια, τα λιγό(η)μερα.

Τους ήρθε ένα φιρμάνι από το στρατό,
να παν να πολεμήσουν, χρόνους δώδεκα.

Σελώνουν τ' άλογά τους, τρέμει η μαύρη γη,
τροχούν και τα σπαθιά τους, λάμπει η θάλασσα.

Σαράντα μέρες κάνουν, δίχως το νερό,
κι άλλες σαράντα πέντε, δίχως το ψωμί.

Στο δρόμο που πηγαίναν, και που πήγαιναν,
βρίσκουν ένα πηγάδι, ξεροπήγαδο.

Σαράντα οργιές το πλάτος, κι εκατό βαθύ,
το ποιος θα μπει για νά' βρει, να μας φέρ' νερό.

Σκουρτίζουν, ξεσκουρτίζουν, ρίχνουν στο λαχνό,
του Κώστα πέφτει η σκούρτα, του μικρότερου.

Για δέστε με αδέρφια, κατεβάστε με,
να πάω για να φέρω, αδέρφια μου, νερό.

Κάτω που κατεβαίνει, πηγαίνει παίζοντας,
κι απάνω π' ανεβαίνει, γυρίζει κλαίγοντας.

Τραβάτε με αδέρφια, δεν έχει εδώ νερά,
κορμιά χωρίς κεφάλια, και φίδια ζωντανά.